Το πλούσιο βιογραφικό της αρμόδιας αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας και η θεωρία για το κράτος ως εργοδότη «τελευταίας καταφυγής
Στις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη, που στο δρόμο για την κάλπη μετατράπηκαν σε κυβερνητικό του πρόγραμμα τετραετίας, βασική θέση κατείχε η υπόσχεση για τη δημιουργία 300.000 θέσεων εργασίας μέσα στα πρώτα δύο χρόνια από την ανάληψη της διακυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, ο Αλ. Τσίπρας στη ΔΕΘ έκανε λόγο για «πρόγραμμα 300.000 νέων θέσεων εργασίας... σε δημόσιο, ιδιωτικό τομέα και κοινωνική οικονομία. Υλοποιούμε άμεσα ένα έκτακτο πρόγραμμα για την ανάκτηση της εργασίας, διετούς διάρκειας, συνολικού κόστους 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3 δισ. ευρώ για τον πρώτο χρόνο. Το πρόγραμμα προβλέπει την καθαρή αύξηση των θέσεων εργασίας της τάξης των 300.000 στο σύνολο της οικονομίας - δηλαδή στον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο και στον τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας».
Βέβαια, όπως γίνονταν φανερό και από τις τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ τις μέρες που ακολούθησαν τη ΔΕΘ, οι θέσεις αυτές ούτε μόνιμες ήταν, ούτε κατοχυρώνονταν βασικά εργασιακά δικαιώματα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ύψος της κρατικής δαπάνης. Επρόκειτο και εδώ για τα συνήθη προγράμματα και πρακτικές που για χρόνια εφάρμοσαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και με τα οποία ανακυκλώνονταν ένας αριθμός ανέργων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργούσαν ως εργαλείο παραπέρα ελαστικοποίησης της εργασίας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η τοποθέτηση της Ράνιας Αντωνοπούλου στη θέση της αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας, με αρμοδιότητα την ανεργία, καμιά έκπληξη δεν προκαλεί. Η νέα υπουργός είναι ερευνήτρια στο γνωστό και μη εξαιρετέο Ινστιτούτο Λεβί, το οποίο είχε επισκεφθεί ο Αλ. Τσίπρας όταν πήγε στην Αμερική. Η επιλογή της προσφέρεται για χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα της ανεργίας. Σε τελική ανάλυση, είναι ένα από τα βασικά κριτήρια για το τι μπορούν να προσδοκούν οι σημερινοί άνεργοι και εργαζόμενοι.
Στις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη, που στο δρόμο για την κάλπη μετατράπηκαν σε κυβερνητικό του πρόγραμμα τετραετίας, βασική θέση κατείχε η υπόσχεση για τη δημιουργία 300.000 θέσεων εργασίας μέσα στα πρώτα δύο χρόνια από την ανάληψη της διακυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, ο Αλ. Τσίπρας στη ΔΕΘ έκανε λόγο για «πρόγραμμα 300.000 νέων θέσεων εργασίας... σε δημόσιο, ιδιωτικό τομέα και κοινωνική οικονομία. Υλοποιούμε άμεσα ένα έκτακτο πρόγραμμα για την ανάκτηση της εργασίας, διετούς διάρκειας, συνολικού κόστους 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3 δισ. ευρώ για τον πρώτο χρόνο. Το πρόγραμμα προβλέπει την καθαρή αύξηση των θέσεων εργασίας της τάξης των 300.000 στο σύνολο της οικονομίας - δηλαδή στον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο και στον τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας».
Βέβαια, όπως γίνονταν φανερό και από τις τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ τις μέρες που ακολούθησαν τη ΔΕΘ, οι θέσεις αυτές ούτε μόνιμες ήταν, ούτε κατοχυρώνονταν βασικά εργασιακά δικαιώματα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ύψος της κρατικής δαπάνης. Επρόκειτο και εδώ για τα συνήθη προγράμματα και πρακτικές που για χρόνια εφάρμοσαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και με τα οποία ανακυκλώνονταν ένας αριθμός ανέργων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργούσαν ως εργαλείο παραπέρα ελαστικοποίησης της εργασίας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η τοποθέτηση της Ράνιας Αντωνοπούλου στη θέση της αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας, με αρμοδιότητα την ανεργία, καμιά έκπληξη δεν προκαλεί. Η νέα υπουργός είναι ερευνήτρια στο γνωστό και μη εξαιρετέο Ινστιτούτο Λεβί, το οποίο είχε επισκεφθεί ο Αλ. Τσίπρας όταν πήγε στην Αμερική. Η επιλογή της προσφέρεται για χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα της ανεργίας. Σε τελική ανάλυση, είναι ένα από τα βασικά κριτήρια για το τι μπορούν να προσδοκούν οι σημερινοί άνεργοι και εργαζόμενοι.
Τότε που τους ξίνιζε το «Λεβί»...
Σημειώνουμε μόνο ότι η νέα αναπληρώτρια υπουργός είχε ασχοληθεί με το θέμα (μαζί με τον πρόεδρο του «Λεβί», Δημήτρη Παπαδημητρίου, είχαν εκπονήσει και σχετικές μελέτες) και στα πλαίσια συνεργασίας του Ινστιτούτου με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Μάλιστα, η συνεργασία αυτή, που είχε γίνει με απόφαση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, είχε προκαλέσει την ...οργή της παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ στη Συνομοσπονδία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, λίγο μετά τις εκλογές του 2012, η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στη ΓΣΕΕ ζητούσε την παύση της συνεργασίας του ΙΝΕ με το «Λεβί», διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά της. Συγκεκριμένα, σε ανακοίνωσή της στις 11/7/2012, η «Αυτόνομη Παρέμβαση» δήλωνε: «Η Αυτόνομη Παρέμβαση διαφώνησε και εξακολουθεί να διαφωνεί με την απόφαση της πλειοψηφίας του ΔΣ του ΙΝΕ (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ), να προχωρήσει στην έναρξη συνεργασίας με το LEVY ECONOMICS INSTITUTE της Νέας Υόρκης.
Το συγκεκριμένο Αμερικάνικο Ινστιτούτο ανήκει στο δίκτυο των φορέων που συνεργάζονται στενά με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και για λόγους που έχουν να κάνουν με την επιστημονική και ερευνητική του αξιοπιστία, ποτέ δεν ανέπτυξε συνεργασίες -ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό - με ινστιτούτα που ανήκουν ή συνεργάζονται με κομματικούς φορείς οποιασδήποτε απόχρωσης...».
Δεν ξέρουμε πώς η συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ υποδέχτηκε την τοποθέτηση ενός στελέχους του «Λεβί» στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εργασίας της «αριστερής κυβέρνησης», όπως αρέσκονται να την παρουσιάζουν. Ισως, όμως, μια απάντηση στο ερώτημα να βρίσκεται και στο πρωτοσέλιδο της «Αυγής» την περασμένη Πέμπτη, με το οποίο διακηρύσσει «τη στήριξη Ομπάμα κατά της λιτότητας»!
«Καταφυγή» στην ανακύκλωση της φτώχειας
Δεν είναι όμως μόνο οι πολιτικές διασυνδέσεις και ο ρόλος του συγκεκριμένου Ινστιτούτου. Εξίσου σημαντική είναι η αντίληψη που έχουν οι ερευνητές του για την «αντιμετώπιση» της ανεργίας. Συμπύκνωση αυτών των αντιλήψεων είναι και η μελέτη που εκπόνησε η νέα αναπληρωτής υπουργός Εργασίας στα πλαίσια της συνεργασίας της με το ΙΝΕ, με τον τίτλο «Προγράμματα άμεσης δημιουργίας θέσεων εργασίας σε συνθήκες κρίσης στην Ελλάδα», η οποία παρουσιάστηκε και σε ημερίδα της ΓΣΕΕ το Μάρτη του 2014.
Τόσο στη μελέτη όσο και στη συγκεκριμένη ημερίδα, κεντρική ιδέα που προτείνεται για την αντιμετώπιση της ανεργίας στην Ελλάδα είναι η πολιτική στην οποία το κράτος αναλαμβάνει το ρόλο «του εργοδότη ύστατης καταφυγής». Μια πολιτική η οποία έβρισκε ένθερμο υποστηρικτή τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλο, αλλά και τον Γ. Σταθάκη, σημερινό υπουργό Ανάπτυξης. Ο τελευταίος, μάλιστα, τοποθετούμενος στην εν λόγω ημερίδα, είχε βρει την «κεντρική της ιδέα θετική», ενώ προκλητικά χαρακτήριζε ζήτημα «δευτερεύον αν το πρόγραμμα δίνει τον κατώτερο μισθό, αφού αυτό εμποδίζει την παραπέρα κάθοδο των μισθών και τους σταθεροποιεί...»!
Οπως χαρακτηριστικά έγραφε την επόμενη ημέρα ο «Ριζοσπάστης», στη μελέτη που παρουσιάστηκε από το Ινστιτούτο Λεβί, σε συνεργασία με το ΙΝΕ, προτείνεται «το κράτος να προσλάβει με 11μηνες συμβάσεις απασχόλησης ορισμένου χρόνου 550.000 ανέργους, τους οποίους θα αμείβει με τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ για την απασχόλησή τους σε υπηρεσίες που παρέχει το ίδιο.
Πρόκειται για μία παραλλαγή του γνωστού προγράμματος "Κοινωφελούς Εργασίας". Δηλαδή, μιας νέας ευρωενωσιακής πατέντας ευελιξίας και "ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης", που ήδη εφαρμόζεται στη χώρα μας και σε άλλες χώρες της ΕΕ, με στόχο τη συγκάλυψη και την ανακύκλωση της πραγματικής ανεργίας, με καταστρεπτικά αποτελέσματα σε βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα».
Ούτε σκέψη για προστασία των ανέργων
Το γεγονός ότι και η συγκεκριμένη πρόταση δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μορφή των λεγόμενων «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης», που ευρέως έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, σε βάρος μάλιστα της ουσιαστικής προστασίας των ανέργων, αναγνωρίζονταν και στη συγκεκριμένη μελέτη. Εγραφε χαρακτηριστικά η νέα υπουργός, αναφερόμενη στον εμπνευστή της ιδέας του «εργοδότη ύστατης καταφυγής» Minsky:
«Ο Minsky ήταν επιφυλακτικός απέναντι στις πολιτικές απασχόλησης που βασίζονται στην επιδότηση εργασίας, επειδή πίστευε ότι οδηγούν σε αύξηση του πληθωρισμού, χρηματοοικονομική κρίση και σοβαρή αστάθεια»!Δηλαδή, οι εμπνευστές αυτής της πολιτικής, όχι μόνο καταφέρονται κατά της προστασίας των ανέργων αλλά και θεωρούν αυτή την προστασία ως πηγή δεινών για την οικονομία.
Δίνοντας συνέχεια στη θεωρητική υποστήριξη και θεμελίωση της εγκατάλειψης των ανέργων στη μοίρα τους και στην υιοθέτηση προγραμμάτων που θα τους υποχρεώνουν σε εργασία με εξευτελιστικούς όρους, η ίδια η Ρ. Αντωνοπούλου δήλωνε, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Εποχή» στις 6/10/2013: «Και γιατί είναι προτιμότερο να επιζείς με 300 ή 400 ευρώ επίδομα, αντί να προσφέρεις τις γνώσεις σου και τις δεξιότητές σου στην τοπική κοινωνία, στη γειτονιά σου;»
Βεβαίως, η «προσφορά» που υπονοεί η σημερινή αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, δεν αφορά απασχόληση μόνιμη και σταθερή, με πλήρη δικαιώματα, για να ζει ο άνεργος με αξιοπρέπεια. Τέτοιες θέσεις εργασίας καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να δημιουργήσει στο έδαφος του καπιταλισμού. Επομένως, μιλάνε για βραχύχρονες, θνησιγενείς θέσεις απασχόλησης, ελαστικές και υποαμειβόμενες, αφού μάλιστα βάζουν και «ταρίφα» τα 300 και 400 ευρώ.
Στην καλύτερη περίπτωση, ένας άνεργος, μετά από αυτό το σύντομο διάλειμμα στα προγράμματα που περιγράφονται πιο πάνω, θα επιστρέφει στην ανεργία. Και βέβαια, αν είναι νέος, ούτε να το συζητά να φτιάξει οικογένεια ή να αναπτύξει συνδικαλιστική δράση.
Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια να «δαιμονοποιήσουν» τα επιδόματα ανεργίας, επειδή ακριβώς θέλουν να τα εξαφανίσουν και να τα κάνουν επιδοτήσεις στους εργοδότες, εμείς θα υπενθυμίσουμε το αυτονόητο: Τα επιδόματα ανεργίας, τα οποία έτσι και αλλιώς δίνονται μόνο στο 10% των ανέργων, προέρχονται από τις εισφορές των εργαζομένων. Οι εργάτες δεν μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμα στην προστασία τους όταν το αδυσώπητο σύστημα του καπιταλισμού τους ρίξει στις λίστες της ανεργίας. Επιπλέον, η παραπάνω ρητορική είναι η γνωστή ρητορική της ΕΕ, πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν οι περικοπές στα επιδόματα ανεργίας για να εξασφαλιστούν κονδύλια για φτηνό εργατικό δυναμικό για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια.
Από το «Νιου Ντιλ» μέχρι τον ...Πινοσέτ
Κατά συνέπεια, εδώ δεν πρόκειται για καμιά πρωτοτυπία. Πρόκειται για τις γνωστές συνταγές που τα καπιταλιστικά κράτη έχουν χρησιμοποιήσει ευρέως σε συνθήκες ύφεσης και κρίσης, προκειμένου να την ξεπεράσουν στις πλάτες της εργατικής τάξης. Και αυτό -όπως καταγράφεται και στην ίδια τη μελέτη που αναφέραμε πιο πάνω- αποτελεί πεπατημένη: Από τις ΗΠΑ του «Νιου Ντιλ», μέχρι τη Χιλή του Πινοσέτ, την Αργεντινή της κρίσης του 2001 και τη Ν. Κορέα του 1997, αλλά και την Ινδία, την Αιθιοπία, το Μπαγκλαντές, την Γκάνα και την Καμπότζη.
Η κόκκινη κλωστή που συνδέει αυτές τις πολιτικές, τις οποίες υιοθετεί και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στο ζοφερό πρόβλημα της ανεργίας είναι στον αντίποδα των σύγχρονων αναγκών εργαζόμενων και ανέργων.
Κάθε ανοχή και συμβιβασμός με τα επιδόματα της πείνας και με τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης», που εξασφαλίζουν τζάμπα εργαζόμενους στο κεφάλαιο, φέρνει την εργατική τάξη ένα βήμα πιο πίσω από τον αναγκαίο αγώνα για ουσιαστική προστασία των ανέργων, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, ανάκτηση όλων των απωλειών που είχαν εργαζόμενοι και άνεργοι την περίοδο της κρίσης, κατάργηση του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου που γονατίζει το λαό.
Γ. ΖΑΧ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου