Οι βαμμένοι
Διαφώνησαν. Τότε η άλλη που φορούσε ζακετάκι πλεκτό στο χρώμα του περιβάλλοντος, την χαρακτήρισε βαμμένη. Της φάνηκε αστείο. Το είχε ξανακούσει παλιά, κανά δυο φορές, τη μια όταν ήταν παιδί και την άλλη στην εφηβεία.
Όταν ήταν παιδί, τα καλοκαίρια, κάθονταν στο χωριό έξω από το σπίτι του Ανέστη με την περγουλιά. Χαίρονταν και τραγουδούσαν γιατί κανένας δεν τους μάλωνε αφού το σπίτι έμενε πάντα κλειστό. Στο διπλανό ψηλό δίπατο σπίτι που είχε το χρώμα του...
περιβάλλοντος, οι μεγάλοι κουτσομπόλευαν· έτσι άκουσε να λένε για τον Ανέστη πως μετά την εξορία και τον γλιτωμό από τα βασανιστήρια και τον θάνατο ο τόπος δεν τον χωρούσε, δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί γιατί ήταν πολύ βαμμένος (αυτό το έλεγαν σιγά) και έτσι ξενιτεύτηκε στον κομμουνισμό. Τα εγγόνια του έρχονταν καμμιά φορά μόνο. Έτσι τον συμπάθησε αυτόν τον Ανέστη γιατί είχε φοβερή αυλή που παίζανε μέχρι και θέατρο και χάρηκε που γλίτωσε από τον θάνατο. Κι όλα αυτά γιατί ήταν βαμμένος. Αργότερα, στην Γ΄ Λυκείου έκανε παρέα με την μικρότερη κόρη ενός εργάτη που δούλευε σε εργοστάσιο στο Αγρίνιο. Είχαν τρία παιδιά και τα έβγαζαν πέρα δύσκολα, αλλά ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Το σπίτι τους είχε πολλά βιβλία στριμωγμένα όπου υπήρχε κενό χώρου· τα κενά μας τα καλύπτουμε με βιβλία, έλεγε χαριτολογώντας ο πατέρας της Άρτεμης. Ο Χριστόφορος ήταν ευφυής και μορφωμένος αν και δεν είχε καταφέρει να τελειώσει τις σπουδές του γιατί δούλευε από μικρό παιδί. Παιδί και εγγόνι καπνεργατών· τον συμπάθησε. Οι δικοί της δεν ήθελαν αυτή την παρέα για να μην μπλέξει με τα κομματικά. Καλοί άνθρωποι, δεν λέω της είπε η μάνα της, αλλά πολύ βαμμένοι, βρε παιδί μου.
Η μνήμη βιαστικά γύρισε 11 χρόνια πίσω. Νάτο πάλι το βάψιμο, που το θυμήθηκε! Και να πεις ότι η Άρτεμη βαφόταν! Σε καμμία περίπτωση. Ήταν ροδόχρους από τη φύση της με καθαρό μυαλό. Ο πατέρας της στη μεγάλη απεργία 2½ μήνες περιφρούρησης και αγώνων, δεν έκανε πίσω. Οι ελλείψεις στην οικογένεια φάνηκαν γρήγορα, το μάγουλο όμως κόκκινο! Όταν η εργοδοσία προσπάθησε να προσεγγίσει το σωματείο, όπως και σήμερα –παλιά μου τέχνη κόσκινο– για τις γνωστές «ανταλλαγές», εκείνος έβαλε πλάτη για το ψωμί και το δίκιο του κόσμου. Τις συμφωνίες δεν τις γούσταρε. Από την άλλη, δεν ήθελε να πιστέψει ότι το σωματείο του θα κατέληγε σε ανταλλακτήριο «αξιών».
Βαμμένος έτσι από το κόκκινο της αυγής του κόσμου και άυπνος βρέθηκε μετά από τα επεισόδια που προκάλεσε η εργοδοσία, στο τμήμα με κάμποσες κατηγόριες. Η Άρτεμη δεν έκλαψε αλλά λουσμένη στο καθαρό κόκκινο πείσμωσε περισσότερο και στήριξε τον πατέρα της. Αυτό την έκανε να χάσει μια χρονιά στο σχολείο και ταυτόχρονα να κερδίσει την εκτίμηση της κολλητής της που σιγά-σιγά άρχιζε να κοκκινίζει από ντροπή γιατί αυτή είχε όλα τα καλά και δεν είχε μάθει να παλεύει για τίποτα. Τα χρόνια πέρασαν.
Στο Πανεπιστήμιο η παρέα έδεσε στο καθαρό κόκκινο με άποψη για τη ζωή σε έναν άχρωμο κόσμο. Όταν οι άλλοι φοιτητές επέλεγαν την ανώφελη σπατάλη της καθημερινότητας, οι «βαμμένοι» πάλευαν να μην περάσει καμμία αυθαιρεσία του πανεπιστημιακού κατεστημένου. Αριθμητικά ήταν λιγότεροι αλλά με το χρώμα τους έβαφαν τους αγώνες της ζωής.
Τότε ήταν που γνώρισαν τον Σ.Α. Πανεπιστημιακό δάσκαλο που στήριξε ανοιχτά τους αγώνες τους με κίνδυνο να χάσει την Έδρα του. Φάνηκε ότι ήταν και αυτός βαμμένος. Στο μάθημά του το αμφιθέατρο γέμιζε και οι φοιτητές τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα να διδάσκει για έναν διαφορετικό Ναζωραίο. Ήταν ένας Χριστός βαμμένος κι αυτός στο αίμα της Αλήθειας. Με τα χρόνια και τις εμπειρίες η ψυχή ζεστάθηκε, το φρόνημα υψώθηκε και η παρέα των βαμμένων κατάλαβε πως ότι άξιζε στη ζωή ήταν χρωματισμένο και δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω.
Μετά τις σπουδές τους χωρίς την πολυτέλεια να περιμένουν τα όνειρά τους βγήκαν στη βιοπάλη και στην αναζήτηση εργασίας. Όπου κι αν πήγαιναν, όποια δουλειά κι αν έκαναν είχαν θέση και άποψη και πάλευαν γι’ αυτή. Δεν έμεναν όμως για πολύ. Ο βαμμένος είναι ιδιαίτερη πάστα ανθρώπου, δε βολεύεται εύκολα. Στην πορεία του χρόνου γίνανε δάσκαλοι, αλλά βαμμένοι με το χρώμα του χρέους ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Και σε αυτήν την πορεία συνεχίζουν γράφοντας με κόκκινο μελάνι προσωπικές και συλλογικές πράξεις αντίστασης μακριά από «συμφωνίες» και «ανταλλαγές» με την πεποίθηση πως την αλλαγή του κόσμου θα τη ζωγραφίσουν οι βαμμένοι κι όχι οι άχρωμοι που προσαρμόζονται στο χρώμα του περιβάλλοντος.
Ανδριανή Στράνη
Διαφώνησαν. Τότε η άλλη που φορούσε ζακετάκι πλεκτό στο χρώμα του περιβάλλοντος, την χαρακτήρισε βαμμένη. Της φάνηκε αστείο. Το είχε ξανακούσει παλιά, κανά δυο φορές, τη μια όταν ήταν παιδί και την άλλη στην εφηβεία.
Όταν ήταν παιδί, τα καλοκαίρια, κάθονταν στο χωριό έξω από το σπίτι του Ανέστη με την περγουλιά. Χαίρονταν και τραγουδούσαν γιατί κανένας δεν τους μάλωνε αφού το σπίτι έμενε πάντα κλειστό. Στο διπλανό ψηλό δίπατο σπίτι που είχε το χρώμα του...
περιβάλλοντος, οι μεγάλοι κουτσομπόλευαν· έτσι άκουσε να λένε για τον Ανέστη πως μετά την εξορία και τον γλιτωμό από τα βασανιστήρια και τον θάνατο ο τόπος δεν τον χωρούσε, δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί γιατί ήταν πολύ βαμμένος (αυτό το έλεγαν σιγά) και έτσι ξενιτεύτηκε στον κομμουνισμό. Τα εγγόνια του έρχονταν καμμιά φορά μόνο. Έτσι τον συμπάθησε αυτόν τον Ανέστη γιατί είχε φοβερή αυλή που παίζανε μέχρι και θέατρο και χάρηκε που γλίτωσε από τον θάνατο. Κι όλα αυτά γιατί ήταν βαμμένος. Αργότερα, στην Γ΄ Λυκείου έκανε παρέα με την μικρότερη κόρη ενός εργάτη που δούλευε σε εργοστάσιο στο Αγρίνιο. Είχαν τρία παιδιά και τα έβγαζαν πέρα δύσκολα, αλλά ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Το σπίτι τους είχε πολλά βιβλία στριμωγμένα όπου υπήρχε κενό χώρου· τα κενά μας τα καλύπτουμε με βιβλία, έλεγε χαριτολογώντας ο πατέρας της Άρτεμης. Ο Χριστόφορος ήταν ευφυής και μορφωμένος αν και δεν είχε καταφέρει να τελειώσει τις σπουδές του γιατί δούλευε από μικρό παιδί. Παιδί και εγγόνι καπνεργατών· τον συμπάθησε. Οι δικοί της δεν ήθελαν αυτή την παρέα για να μην μπλέξει με τα κομματικά. Καλοί άνθρωποι, δεν λέω της είπε η μάνα της, αλλά πολύ βαμμένοι, βρε παιδί μου.
Η μνήμη βιαστικά γύρισε 11 χρόνια πίσω. Νάτο πάλι το βάψιμο, που το θυμήθηκε! Και να πεις ότι η Άρτεμη βαφόταν! Σε καμμία περίπτωση. Ήταν ροδόχρους από τη φύση της με καθαρό μυαλό. Ο πατέρας της στη μεγάλη απεργία 2½ μήνες περιφρούρησης και αγώνων, δεν έκανε πίσω. Οι ελλείψεις στην οικογένεια φάνηκαν γρήγορα, το μάγουλο όμως κόκκινο! Όταν η εργοδοσία προσπάθησε να προσεγγίσει το σωματείο, όπως και σήμερα –παλιά μου τέχνη κόσκινο– για τις γνωστές «ανταλλαγές», εκείνος έβαλε πλάτη για το ψωμί και το δίκιο του κόσμου. Τις συμφωνίες δεν τις γούσταρε. Από την άλλη, δεν ήθελε να πιστέψει ότι το σωματείο του θα κατέληγε σε ανταλλακτήριο «αξιών».
Βαμμένος έτσι από το κόκκινο της αυγής του κόσμου και άυπνος βρέθηκε μετά από τα επεισόδια που προκάλεσε η εργοδοσία, στο τμήμα με κάμποσες κατηγόριες. Η Άρτεμη δεν έκλαψε αλλά λουσμένη στο καθαρό κόκκινο πείσμωσε περισσότερο και στήριξε τον πατέρα της. Αυτό την έκανε να χάσει μια χρονιά στο σχολείο και ταυτόχρονα να κερδίσει την εκτίμηση της κολλητής της που σιγά-σιγά άρχιζε να κοκκινίζει από ντροπή γιατί αυτή είχε όλα τα καλά και δεν είχε μάθει να παλεύει για τίποτα. Τα χρόνια πέρασαν.
Στο Πανεπιστήμιο η παρέα έδεσε στο καθαρό κόκκινο με άποψη για τη ζωή σε έναν άχρωμο κόσμο. Όταν οι άλλοι φοιτητές επέλεγαν την ανώφελη σπατάλη της καθημερινότητας, οι «βαμμένοι» πάλευαν να μην περάσει καμμία αυθαιρεσία του πανεπιστημιακού κατεστημένου. Αριθμητικά ήταν λιγότεροι αλλά με το χρώμα τους έβαφαν τους αγώνες της ζωής.
Τότε ήταν που γνώρισαν τον Σ.Α. Πανεπιστημιακό δάσκαλο που στήριξε ανοιχτά τους αγώνες τους με κίνδυνο να χάσει την Έδρα του. Φάνηκε ότι ήταν και αυτός βαμμένος. Στο μάθημά του το αμφιθέατρο γέμιζε και οι φοιτητές τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα να διδάσκει για έναν διαφορετικό Ναζωραίο. Ήταν ένας Χριστός βαμμένος κι αυτός στο αίμα της Αλήθειας. Με τα χρόνια και τις εμπειρίες η ψυχή ζεστάθηκε, το φρόνημα υψώθηκε και η παρέα των βαμμένων κατάλαβε πως ότι άξιζε στη ζωή ήταν χρωματισμένο και δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω.
Μετά τις σπουδές τους χωρίς την πολυτέλεια να περιμένουν τα όνειρά τους βγήκαν στη βιοπάλη και στην αναζήτηση εργασίας. Όπου κι αν πήγαιναν, όποια δουλειά κι αν έκαναν είχαν θέση και άποψη και πάλευαν γι’ αυτή. Δεν έμεναν όμως για πολύ. Ο βαμμένος είναι ιδιαίτερη πάστα ανθρώπου, δε βολεύεται εύκολα. Στην πορεία του χρόνου γίνανε δάσκαλοι, αλλά βαμμένοι με το χρώμα του χρέους ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Και σε αυτήν την πορεία συνεχίζουν γράφοντας με κόκκινο μελάνι προσωπικές και συλλογικές πράξεις αντίστασης μακριά από «συμφωνίες» και «ανταλλαγές» με την πεποίθηση πως την αλλαγή του κόσμου θα τη ζωγραφίσουν οι βαμμένοι κι όχι οι άχρωμοι που προσαρμόζονται στο χρώμα του περιβάλλοντος.
Ανδριανή Στράνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου